- οἰκτρομέλαθρος
- οἰκτρο-μέλαθρος, ον,A pitifully housed, Man.4.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικτρομέλαθρος — οἰκτρομέλαθρος, ον (Α) αυτός που έχει οικτρή κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + μέλαθρον (πρβλ. ευ μέλαθρος)] … Dictionary of Greek
οἰκτρομελάθρους — οἰκτρομέλαθρος pitifully housed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)